सितार Sitār Σιτάαρ (Sitār, sitaar, सितार, σιτάρ, σιτάαρ) [IN] - Writer: Laios, Sakis

सितार / Sitār

Το Sitār είναι μάλλον το πιο αναγνωρίσιμο σε σχήμα και ηχόχρωμα όργανο της Ινδίας. Κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση στον 20ό αι., κυρίως μέσω του έργου του Pt. Ravi Śankar, που με τον sarodiya Ud. Alī Akbar Khān και τον ταμπλίστα Ud. Alla Rakha στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, έκαναν την ινδική μουσική γνωστή στους νέους της Δύσης. Σήμερα οι σχολές εκτέλεσης του Sitār είναι γενικά δύο, αυτή του Ravi Śankar (που συνέχισε τη Seniyā / Maihar gharānā που ταυτίζεται περισσότερο με το Tantrakari Ańga [अंग οργανικό στυλ]) και αυτή του Ud. Vilāyat Khān (που συνέχισε την Imdādkhānī gharānā, που ταυτίζεται περισσότερο με το Gāyaki Ańga [गायक अंग / φωνητικό στυλ]). Πάντως, παλαιότερες gharānā συνεχίζουν και υπάρχουν, έστω στυλιστικά. Άλλοι διάσημοι εκτελεστές Sitār στον 20ό αι. υπήρξαν οι Ud. Imrat Khān (1935-, αδελφός του Vilāyat), Pt. Nikhil Banerjee (1931-1986), Pt. Balaram Pathak, Ud. Abdul Halim Jaffar Khān (1929-) κ.ά.

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση του Sitār με κάποιες να ανήκουν στη σφαίρα του μύθου και άλλες να είναι περισσότερο ακριβείς ιστορικά. Πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε ότι, ακόμη κι αν κάποιες θεωρίες δεν είναι σωστές, δίνουν άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία και πληροφορίες –ή τροφή για προβλη-ματισμό– γύρω από το τι σκέφτονταν οι συγγραφείς τους.

Σύμφωνα με μια πληροφορία που δόθηκε από τον Captain Willard στο βιβλίο του Music of Hindostan {1834}, το Sitār επινοήθηκε από τον Amīr Khusrau (1253-1325). Ωστόσο, στα πολυάριθμα κείμενα που μας έχει αφήσει ο διακεκριμένος αυτός μουσικός, μουσικολόγος και ποιητής, δεν υπάρχει καμιά αναφορά στο όργανο αυτό. Καμία τέτοια αναφορά σε όργανο με το όνομα Sitār δεν υπάρχει ούτε στα κείμενα που συνέταξε ο Abul Fazal, χρονικογράφος στην Αυλή του Akbar Khān (16ος αι.), που αναφέρεται διεξοδικά στη μουσική του καιρού του αλλά και στις καινοτομίες του Amīr Khusrau.

Σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, το όνομα Sitār προέρχεται από αυτό του περσικού οργάνου seh-tar, που σημαίνει “τρεις χορδές” (στο Sitār υπάρχουν τρεις χορδές για την εκτέλεση της μελωδίας). Στο Ιράν και στο Αφγανιστάν υπάρχει επίσης και το όργανο do-tar, που σημαίνει “δύο χορδές”, ενώ στην Ινδία υπάρχει το ek-tar (μία χορδή). Όμως, πέρα από τη γλωσσική αυτή συγγένεια, το Sitār διαφέρει σημαντικότατα, από οργανολογικής και εκτελεστικής σκοπιάς, από το seh-tar. Δύο ακόμη θεωρίες για την επινόηση του Sitār, των Omkārnāth Thākur και Śrī Umbeśa Jośi μάλλον δεν πείθουν ιδιαίτερα.

Ο Moutal {1984}, αλλά και άλλοι ερευνητές, μάλλον πειστικά, ισχυρίζονται ότι το Sitār προέρχεται από το όργανο Tritantrī Vīņā που –από τον 13ο ως τουλάχιστον τον 15ο– ήταν το δημοφιλέστερο έγχορδο και ονομαζόταν κοινά “Jantra” ή “Yantra”, και το οποίο αναφέρει ο Abul Fazal. H λέξη Sitār εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κείμενα του Saway Pratap Singh Dey (1779-1804) για λογαριασμό του Μαχα¬ραγιά της Jayapur, στα οποία συγκέντρωνε όλη τη μουσική γνώση της εποχής. Αναφέρει ότι το Jantra, συνώνυμο του Tritantrī Vīņā, εξελίχθηκε σε δύο μορφές: τη Nibaddha (δεμένη / με τάστα) και την Anibaddha (ελεύθερη / χωρίς τάστα) που στον 16ο αι. ονομάζονταν Taňburā (από το όνομα του “θεϊκού” [Gāndhārva] μουσικού Tuňburu). Τελικά η Taňburā χωρίς τάστα συνέχισε να ονομάζεται Taňburā (το γνωστό όργανο ισοκρατήματος) και η Taňburā με τάστα ονομάστηκε Sitār.

 

Οργανολογικά το Sitār είναι στην κατηγορία των λαουτοειδών με μακρύ βραχίονα σε σχέση με το μέγεθος του ηχείου του. Το ηχείο συνήθως είναι από κολοκύθα, αλλά μπορεί να είναι και ξύλινο. Στο επάνω μέρος του οργάνου μπορεί να τοποθετείται και ένα δεύτερο μικρότερο ηχείο, συχνά βιδωτό και αποσπώμενο. Το Sitār παίζεται με ένα μεταλλικό πλήκτρο που ονομάζεται mizrāb (मिजराब). Πρόκειται για ένα αρκετά σκληρό σύρμα το οποίο κάμπτεται με κατάλληλα εργαλεία, ώστε να φοριέται στον δείκτη του δεξιού χεριού και να σχηματίζει μια προεξοχή σε οξεία γωνία με την οποία νύσσονται οι χορδές. Έχει κινητά τάστα (Sārikā / Parada), που τοποθετούνται κατάλληλα στις θέσεις που θα αποδώσουν τα επιθυμητά διαστήματα κάποιου rāga.

Διαθέτει τρεις τύπους χορδών: τις βασικές, στις οποίες παίζεται η μελωδία, τις Chikārī (χορδές “ρυθμικού συμπληρώματος”) και τις tarab (συμπαθητικές). Υπάρχουν δύο κυρίαρχοι τύποι Sitār οι οποίοι διαφοροποιούνται σε κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά.

Οι κύριες χορδές... {{EXPAND ονοματολογία, υλικά, κούρδισμα, τάση}} Η κύρια χορδή ονομάζεται Baj tar.

Ο δεύτερος τύπος χορδών του Sitār ονομάζονται Chikārī, και είναι χορδές που είναι κουρδισμένες σε βασικά διαστήματα (τονική-οκτάβα ή/και πέμπτη ή/και τέταρτη) και χρησιμοποιούνται ως τονικά στηρίγματα, έχουν δηλαδή και έναν μικρό ρόλο ισοκρατήματος, κυρίως όμως χρησιμοποιούνται για την πρακτική του “ρυθμικού συμπληρώματος”, δηλαδή της εκτέλεσης των υποδι¬αιρέσεων του mātrā (μετρικής μονάδας) ανάμεσα στις νότες της βασικής μελωδικής γραμμής που εκτελείται στις κύριες χορδές. Η τοποθέτηση χορδών Chikārī στο Sitār σχετίζεται με την επινόηση του οργάνου Kinnarī Vīņā από τον Matańga, ανάμεσα στον 6ο και τον 8ο αι. Από τον 8ο αι. η πρακτική αυτή εφαρμόζονταν σε όλα τα νυκτά έγχορδα. Η σχολή της Jayapur πάντως έβαλε Chikārī στο Sitār μετά τις αρχές του 20ού αι. (κάποιοι αναφέρουν μάλιστα μετά το 1930). Στη νότια Ινδία λίγα χορδόφωνα έχουν Chikārī χορδές.

Τέλος, στο Sitār έχουν τοποθετηθεί και tarab (तरब / συμπαθητικές) χορδές, που κουρδίζονται πριν την εκτέλεση στις νότες του rāga και δεν κρούονται από τον μουσικό, αλλά δονούνται από συντονισμό. Η ύπαρξη των συμπαθητικών χορδών παρατείνει τη διάρκεια του ήχου και βοηθά τους εκτελεστές να κουρδίζουν τις νότες που παίζουν στην κύρια χορδή, καθώς υπάρχουν σημεία αναφοράς. Οι συμπαθητικές πρέπει να κουρδίζονται με εξαιρετική ακρίβεια, καθώς μεγάλο μέρος της όλης ατμόσφαιρας εξαρτάται από τον επιτυχημένο συντονισμό τους. Ιδανικά, ο απόηχος αυτός των συμπαθητικών χορδών πρέπει να είναι ακουστός για αρκετά δευτερόλεπτα, ώστε να “γεμίζει” τις παύσεις του εκτελεστή. Νέα πληροφορία: Ο αριθμός τους κυμαίνεται από 11 ως 15, ανάλογα με τον κατασκευαστικό τύπο του οργάνου, με πιο συνηθισμένη περίπτωση τις 13 για τα Sitār της Seniyā gharānā και 11 για τα Sitār της Imdādkhānī gharānā (βλ. επόμενη παράγραφο). Για ένα μίνιμουμ 11 tarab χορδών, το διατονικό κούρδισμά τους είναι 1. Sa, 2. •Ni, 3. Sa, 4. Re, 5. Ga, 6. ma, 7. Pa, 8. Dha, 9. Ni, 10. Sa•, και 11. Sa•. Αν ο Rāga έχει χρωματικούς φθόγγους, οι αντίστοιχες χορδές κουρδίζονται εκεί που πρέπει. Αν παίζεται κάποιος Rāga με πεντατονική ή εξατονική κλίμακα, κάποιες από τις χορδές κουρδίζονται σε ταυτοφωνία με την προηγούμενη ή την επόμενη.

 

Κατασκευαστικά υπάρχουν δύο κυρίαρχοι τύποι Sitār που σχετίζονται και με τις δύο κυρίαρχες σχολές εκτέλεσης. Ο τύπος του Sitār που χρησιμοποιείται στη Seniyā / Maihar gharānā –της οποίας σημαντικός εκπρόσωπος υπήρξε ο Ravi Śankar– είναι γνωστός και ως Kharaj-pancham Sitār. Το στυλ εκτέλεσής του αναφέρεται ως “οργανικό” (Tantrakari Ańga), καθώς ξεφεύγει από νόρμες της φωνητικής μουσικής και είναι πιο δεξιοτεχνικό, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του οργάνου. Ο τύπος του Sitār που χρησιμοποιείται στην Imdādkhānī gharānā – με σημαντικό εκπρόσωπο τον Ud. Vilāyat Khān– είναι γνωστός και ως Gāndhāra-pańcham Sitār, δηλ. το Sitār που έχει την 3η (Gāndhāra) και την 5η (Pańcham). Είναι λίγο μικρότερο σε μέγεθος και έχει 6 βασικές χορδές, καθώς του λείπουν οι χοντρύτερες μπάσες. Ωστόσο, οι Sitāriya της Imdādkhānī gharānā χρησιμοποιούν αυτές τις μπάσες χορδές στο Surbahār (ονομαζόμενο και “μπάσο Sitār”). Το μικρότερο μήκος του μπράτσου μετατοπίζει την έκταση του οργάνου σε λίγο ψηλότερη περιοχή. Το στυλ εκτέλεσής του ορίζεται ως “φωνητικό” (Gāyaki Ańga), με την έννοια ότι επιδίωξη είναι η πιστότερη προσομοίωση της φωνής.

 

Στον ακόλουθο πίνακα γίνεται μια συγκριτική παράθεση των δύο κυρίαρχων στυλ εκτέλεσης του Sitār:

Το στυλ εκτέλεσης του Sitār και του Surabahār από τους ακόλουθους της Seniya gharānā

Το στυλ εκτέλεσης του Sitār και του Surabahār που αναπτύχθηκε από τον Imdād Khān

Το Surabahār παίζει ālāpa στο ύφος του είδους τραγουδιού Dhrupada, μιμούμενο το στυλ της Vīņā, στην οποία το mīńd (γλίστρημα) περιοριζόταν σε τέσσερις νότες μόνο.

Το Surabahār συνδυάζει το ύφος των ειδών Dhrupada και Khayāl, με διάφορoυς alaňkāra (καλλωπισμούς) που απαγορεύονται στο ύφος Dhrupada. Το εύρος του mīńd επεκτείνεται σε επτά νότες.

Όπως στη Vīņā, χρησιμοποιούνται δυο-τρία δάκτυλα του δεξιού χεριού για την παραγωγή του ήχου. Οι χορδές chikārī παίζονται με το μικρό δάκτυλο.

Μόνο ο δείκτης του δεξιού χεριού χρησιμοποιείται για όλη την παραγωγή του ήχου, και τη νύξη των chikārī επίσης.

Περιορισμένα περιθώρια για alaňkāra.

Απεριόριστα περιθώρια για δημιουργία alaňkāra.

Η υφή Jhālā (που περιλαμβάνει έντονη χρήση των chikārī για την σταθερή απόδοση της ρυθμικής διαίρεσης) δεν παίζεται.

Η υφή Jhālā γίνεται από τα πιο σημαντικά τμήματα της οργανικής εκτέλεσης.

Gamaka tāna, halak tāna ή tihāī σπάνια παίζονται. Χρησιμοποιείται κυρίως το vistāra στυλ.

Εισάγονται όλα τα φωνητικά tāna, οι bola και paraņa των κρουστών, και πολυάριθμες ποικιλίες tāna και tihāī.{{κάπως να παραπέμψω}}

Gat (δοσμένη σύνθεση) και vistāra (αυτοσχεδιασμοί) είναι τα μόνα πράγματα που παίζονται, καθώς δεν υπάρχει διακοπή στην εκτέλεση του gat-toďā.

Το gat-toďā έχει εμπλουτιστεί με την εισαγωγή του ālāpa σε 12 στάδια. Το Masidkhānī gat ανανεώθηκε και του δόθηκαν νέες προοπτικές.


 

Relevant multimedia

Anand Mishra playing morning Raga Gurjarī Tori
Extract from sitariya Anand Mishra's performance of Rāga Gurjarī Toďī, at his graduation exams, Faculty of Performing Arts, BHU, 25/03/2009. This is the first section of the Ālāpa.
Anand Mishra playing morning Raga Gurjarī Tori
Extract from sitariya Anand Mishra's performance of Rāga Gurjarī Toďī, at his graduation exams, Faculty of Performing Arts, BHU, 25/03/2009. This is the first part of the Nibaddha (rhythmic, accompanied by percussion) section. The composition starts on beat 12, and is characteristic of the Masīdkhanī style of compositions.
Anand Mishra playing morning Raga Gurjarī Tori
Extract from sitariya Anand Mishra's performance of Rāga Gurjarī Toďī, at his graduation exams, Faculty of Performing Arts, BHU, 25/03/2009. This is the final part of the Nibaddha (rhythmic, accompanied by percussion) section, which ends with a Jhālā Tihāī. The composition (Gat) is characteristic of the Masīdkhanī style.
Detailed schematic description of a Sitar
Mita Nag plays Raga Bhatiyar (morning Rāga) on Sitar
Sitar (overall view)
Sitar parts (brief)
Sitar parts (detailed)
Sitar tuning (generic)
Sitar tuning chart (Ravi Shankar style)
Sitar tuning chart (Vilayat Khan style)
Smt. Reshma Srivastava - Raag Kirwani (Alap)

Smt. Reshma Srivastava performing an Ālāpa (introduction) on evening melody Rāga Kirwani. Concert held at Parga, Greece, 7 June 2012. Video recording & processing by Sakis Laios.

Smt. Reshma Srivastava & Pt. Ram Kumar Mishra. Raag Kirwani (Drut Tintal)

 

Smt. Reshma Srivastava developing evening melody Rāga Kirwani. Tablā accompaniment by Pt. Ram Kumar Mishra. Rhytmic cycle is Drut (fast) Tīntāla (16 Mātrā-s).

Concert held at Parga, Greece, 7 June 2012. Video recording & processing by Sakis Laios.

 

Smt. Reshma Srivastava & Pt. Ram Kumar Mishra. Raag Kirwani (Vilambit Tintal)

Smt. Reshma Srivastava developing evening melody Rāga Kirwani. Tablā accompaniment by Pt. Ram Kumar Mishra. Rhytmic cycle is Vilambita Tīntāla (16 Mātrā-s).

Concert held at Parga, Greece, 7 June 2012. Video recording & processing by Sakis Laios.