पल Palla Πάλ(α) (पल, Palla, Παλ(α)) [IN] - Writer: Laios, Sakis
पल / Palla
Μία εκ των τριών φράσεων ενός Tihāī (τριαδική καταληκτική φράση που ολοκληρώνει ενότητες αυτοσχεδιασμού, βλ. λ.). Αλλιώς, η φράση που παίζεται τρεις φορές για να ολοκληρωθεί ένα Tihāī.